Το φρούριο των Ελευθερών
Το φρούριο των Ελευθερών ή Γυφτόκαστρο είναι το πιο εντυπωσιακό και από το καλύτερα διατηρημένα αρχαία φρούρια στην Ελλάδα.
Μεταξύ του Κιθαιρώνα και της Πάστρας υπάρχει το πέρασμα της Κάζας, από όπου διέρχεται η παλαιά εθνική οδός Αθηνών-Θηβών. Από εκεί, κατά την αρχαιότητα, περνούσε ο δρόμος «δι’ Ελευθερών» ή «Δρυός Κεφαλών» ή «Τριών Κεφαλών», ο οποίος συνέδεε τη Θήβα με την Ελευσίνα και αποτελούσε το κύριο πέρασμα από την Αττική προς τη Βοιωτία.
Το φρούριο δεσπόζει σε ύψωμα ανατολικά από αυτή τη διάβαση, βόρεια της διασταύρωσης προς τα Βίλια.
Η τοποθεσία έχει δύο ακόμα χαρακτηριστικές ιδιότητες: Πρώτον ελέγχει την εύφορη και σχετικά μεγάλη πεδιάδα γύρω από το Μάζι (Οινόη) προς νότον. Δεύτερον, για κάποιο διάστημα κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα ήταν στη μεθόριο μεταξύ των πόλεων-κρατών Θήβας και Αθήνας και ήταν αντικριστά με ένα σημαντικό κάστρο της αρχαιότητας, το αθηναϊκό κάστρο της Οινόης που είναι 6 χλμ νότια και από το οποίο σήμερα σώζεται ο τοίχος ενός πύργου.
Η επικρατούσα, σήμερα, άποψη για το φρούριο είναι ότι πρόκειται για καθαρά στρατιωτική εγκατάσταση που κτίστηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα από τους Θηβαίους (και όχι από τους Αθηναίους όπως πίστευαν παλιότερα).
Η οχύρωση δεν περιέκλειε την αρχαία πόλη των Ελευθερών πιθανόν όμως να κτίστηκε στο σημείο που ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Η θέση των Ελευθερών δεν είναι ακριβώς γνωστή. Σίγουρα ήταν πολύ κοντά στο φρούριο, πιθανόν λίγο χαμηλότερα, στην είσοδο του φαραγγιού της Κάζας.
Οι Ελευθερές αρχικά ήταν πόλη της Βοιωτίας. Σύμφωνα με κάποιο μύθο, ήταν η γενέτειρα του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν εκεί με το προσωνύμιο «Ελευθερεύς». Κάποια στιγμή, προς το τέλος του 6ου αιώνα, επί Πεισιστράτου, οι Ελευθερές τάχθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων, εξέλιξη που θα πρέπει να συνδεθεί με τη μεταφορά της λατρείας του Διονύσου Ελευθερέως στην Αθήνα. Κάτω από την Ακρόπολη της Αθήνας φυλασσόταν το ξόανο του θεού, που είχε έρθει από τις Ελευθερές, προφανώς στο πλαίσιο της παραπάνω συμμαχίας. Ο Παυσανίας αναφέρει πως οι Ελευθερείς προσχώρησαν χωρίς να εξαναγκασθούν με πόλεμο, αλλά γιατί θέλησαν να γίνουν πολίτες Αθηναίοι και γιατί μισούσαν τους Θηβαίους.
Η πόλη των Ελευθερών είναι επίσης γνωστή ως η πατρίδα του γλύπτη Μύρωνα (δημιουργού του Δισκοβόλου).
Το φρούριο των Ελευθερών, πήρε τη σημερινή πάνω-κάτω μορφή, στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα. Κτίστηκε, όπως αναφέρθηκε, μάλλον από τους Θηβαίους την εποχή του Επαμεινώνδα και μάλλον μετά τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ). Δηλαδή πρέπει να κατασκευάστηκε μεταξύ 370-350 π.Χ. την εποχή ανόδου της στρατιωτικής ισχύος της πόλεως των Θηβών. Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή οι Ελευθερές είχαν ξαναπεράσει υπό το έλεγχο των Βοιωτών. Πάντως είχε προηγηθεί μια πρώτη οικοδομική φάση στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα όταν το οχυρό ήταν ακόμα αθηναϊκό.
Το φρούριο για τα δεδομένα της εποχής είχε ακριβή κατασκευή και τεράστιο μέγεθος. Ήταν 12 φορές μεγαλύτερο από το (αθηναϊκό) φρούριο της Φυλής!
Αυτό το ασυνήθιστο μέγεθος ενισχύει την εκδοχή ότι ανήκε στους Θηβαίους που ήθελαν να επιδείξουν την νεοαποκτηθείσα ηγεμονική τους θέση στην αρχαία Ελλάδα και επιπλέον να εδραιώσουν την παρουσία τους σε μια διαχρονικά αμφισβητούμενη περιοχή. Οι Αθηναίοι δεν είχαν λόγο να κτίσουν φρούριο εκεί, δεδομένου ότι η δική τους οχυρή πόλη της Οινόης ήταν κοντά. Επιπλέον εκείνη την εποχή ήταν πολύ εξασθενημένοι (οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά) για να έχουν διάθεση για νέες πολυτελείς οχυρώσεις στην χαμηλής προτεραιότητος δυτική Αττική.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα, το φρούριο επισκευάστηκε και ενισχύθηκε. Αυτό έγινε μάλλον στα πλαίσια της διαμάχης των Επιγόνων του Μ.Αλεξάνδρου και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ Κασσάνδρου και Δημητρίου. Στα χρόνια αυτής της σύρραξης η περιοχή υπέφερε και είχε ερημωθεί.
Το φρούριο ήταν ακόμη υπό τον έλεγχο των Βοιωτών κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου αιώνα π.Χ. Πάντως βαθμιαία η περιοχή παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε. Ο περιηγητής Παυσανίας που πέρασε από εδώ περί το 145 μ.Χ. αναφέρει ότι το φρούριο ήταν έρημο και εγκαταλειμμένο.
Αργότερα, κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ξανά. Την τελευταία οικοδομική φάση συνιστούν εργασίες επισκευής στο νότιο τείχος, καθώς και η αναμόρφωση των πυλών, (5ος – 7ος αι. μ.Χ.). Σε αυτήν την περίοδο περιέκλειε έναν μικρό οικισμό. Φαίνεται πως η ύπαρξη της ισχυρής οχύρωσης αξιοποιήθηκε για την προστασία του πληθυσμού σε επικίνδυνες περιόδους. Τη μεσαιωνική χρήση του φρουρίου μαρτυρούν και τα ερείπια δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών στην ανατολική πλευρά του λόφου.
Γενικά για το φρούριο δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές. Αν και ήταν φιλόδοξη κατασκευή, δεν έπαιξε κάποιο ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο ούτε φαίνεται πως υπήρξε σοβαρό εμπόδιο για κανέναν εισβολέα.
Η κατοίκηση του φρουρίου κατά το Μεσαίωνα δεν υπήρξε συνεχής. Διαφορετικά θα υπήρχαν περισσότερα κατάλοιπα οικιών, ναών και περισσότερα επιφανειακά ευρήματα. Ο λόγος που το φρούριο δεν αξιοποιήθηκε περισσότερο είναι η απόμακρη θέση του. Σε περιόδους σχετικής ηρεμίας, ο πληθυσμός δεν είχε λόγους να μένει εκεί, μακριά από τα χωράφια του. Η απομόνωση του χώρου είναι και ο λόγος που το κάστρο διατηρήθηκε τόσο καλά καθώς δεν ήταν εύκολη η λιθολόγησή του (δηλαδή η χρησιμοποίηση των υλικών του για κατασκευή άλλων οικισμών).
Κάποια στιγμή ο χώρος κατοικήθηκε από Ρομά. Αυτό έγινε είτε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είτε στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εξ ου και η ονομασία «Γυφτόκαστρο». Σημειωτέον ότι και άλλα κάστρα στην ευρύτερη περιοχή (όπως στην Πάνακτο) έχουν σημάδια κατοίκησης από ένα πληθυσμό (που μάλλον ήταν Ρομά) που δεν είχε την έφεση να κτίζει εκκλησίες και μόνιμες κατοικίες.
Οι περιηγητές του 19ου αιώνα (π.χ. Henri Belle) περιγράφουν το φρούριο στην κατάσταση που περίπου είναι σήμερα .
Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το φρούριο χρησιμοποιήθηκε από αντάρτες. Υποτίθεται ότι τότε υπέστη σοβαρές ζημιές αλλά δεν υπάρχουν ορατά ίχνη από τις καταστροφές αυτής της περιόδου.
Το σχήμα του φρουρίου είναι μη κανονικό ορθογώνιο με διαστάσεις περίπου 300✖125 μ. Η περίμετρος τειχών είναι περί τα 860 μέτρα και η έκταση εντός του φρουρίου 29 στρέμματα. Το μέσο πλάτος των μεσοπυργίων (δηλ. των τμημάτων ανάμεσα στους πύργους) είναι 2,5 μέτρα. Σε αυτά, πίσω από τις επάλξεις, υπήρχε διάδρομος πλάτους 1,5 μ. για να στέκονται οι πολεμιστές. Ο διάδρομος αυτός επικοινωνούσε με το δεύτερο όροφο των πύργων. Όλοι οι πύργοι είναι τετράγωνοι, πλευράς 6,5μ. περίπου, εξέχουν από το τείχος και το ύψος τους (από την εξωτερική πλευρά) είναι περί τα 6 μέτρα.
Στην αρχική του μορφή, το φρούριο προστάτευαν 13 πύργοι. Οκτώ πύργοι ήταν στην αδύναμη βόρεια πλευρά, ένας ανατολικά και τρεις νότια. Κατά μέσο όρο, υπήρχε ένας πύργος ανά 62 μέτρα. Υπήρχε και ένας πύργος-προμαχώνας που προστάτευε την κύρια πύλη.
Οι κύριες είσοδοι ήταν δύο, στα νοτιοδυτικά και στα νοτιοανατολικά του περιβόλου. Σε κάθε κύρια είσοδο υπήρχε και μια δεύτερη θύρα λίγο πιο μέσα, (ίσως για την παγίδευση των αντιπάλων). Το πλάτος των πυλών ήταν περί τα 2,5 μέτρα, δηλαδή αρκετό για να χωράει μια άμαξα, κάτι ασυνήθιστο για αρχαιοελληνική στρατιωτική κατασκευή. Γενικά, η κατασκευή των πυλών όπως και άλλων στοιχείων του φρουρίου θεωρείται υπερβολική και κατά κάποιο τρόπο ανεξήγητη για ένα απλό στρατιωτικό οχυρό. Υπήρχαν και τέσσερα μικρότερα ανοίγματα (πυλίδες), δύο στη βόρεια και από ένα στην ανατολική και τη νότια πλευρά.
Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του είναι το βόρειο. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς σώζονται επτά τριώροφοι τετράπλευροι πύργοι με ιδιαίτερα στιβαρή κατασκευή. Οι σειρές από τρύπες στους τοίχους είχαν γίνει για τα δοκάρια που υποστήριζαν τα ξύλινα δάπεδα. Οι τοξότες έριχναν τα βέλη τους από τις τοξοθυρίδες (παράθυρα-σχισμές) του δεύτερου ορόφου, ενώ τα παράθυρα του τρίτου χρησιμοποιούνταν για καταπέλτες.
Σε μικρή απόσταση από το φρούριο σώζεται το θεμέλιο ναού διαστάσεων 16,55✖8,76 μ. του 4ου αιώνα π.Χ. που αποδίδεται στον Διόνυσο Ελευθερέα. Στην πεδινή έκταση γύρω από το ναό υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης από τα αρχαϊκά έως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Στις ανατολικές υπώρειες του λόφου σώζονται τα θεμέλια δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών.
Εντός των ορίων του τειχισμένου χώρου, κοντά στο βόρειο σκέλος της οχύρωσης, έχει εντοπιστεί κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης, το οποίο χωρίζεται στα δύο από κεντρικό διάδρομο. Εκεί ίσως στεγαζόταν, το αρχηγείο της φρουράς. Στα δυτικά του κτίσματος αυτού έχουν ανασκαφεί ερείπια κατοικιών που πρέπει να είναι κατάλοιπα της εποχής που το φρούριο έγινε οικισμός κατά την ύστερη αρχαιότητα.
(πηγή)